κατάλιθος: Difference between revisions

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάλιθος]], -ον (Α)<br />στολισμένος με πολύτιμους λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λιθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λίθος]]), [[πρβλ]]. <i>μονό</i>-<i>λιθος</i>, <i>υπό</i>-<i>λιθος</i>].
|mltxt=[[κατάλιθος]], -ον (Α)<br />στολισμένος με πολύτιμους λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λιθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λίθος]]), [[πρβλ]]. [[μονόλιθος]], [[υπόλιθος]]].
}}
}}

Revision as of 18:33, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλῐθος Medium diacritics: κατάλιθος Low diacritics: κατάλιθος Capitals: ΚΑΤΑΛΙΘΟΣ
Transliteration A: katálithos Transliteration B: katalithos Transliteration C: katalithos Beta Code: kata/liqos

English (LSJ)

ον, A set with precious stones, ὕφασμα LXXEx.28.17.

German (Pape)

[Seite 1360] voll von Steinen, mit Steinen besetzt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλῐθος: -ον, πλήρης λίθων, κεκοσμημένος μὲ πολυτίμους λίθους, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 17).

Greek Monolingual

κατάλιθος, -ον (Α)
στολισμένος με πολύτιμους λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -λιθος (< λίθος), πρβλ. μονόλιθος, υπόλιθος].