καρδιόξυλο: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>βοτ.</b><br />το εσώτατο ξυλώδες [[τμήμα]] του κορμού τών δέντρων, αλλ. εγκάρδιο [[ξύλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ξυλο</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ξύλο]]), [[πρβλ]]. <i>σιδερό</i>-<i>ξυλο</i>, <i>σκουπό</i>-<i>ξυλο</i>. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>heartwood</i>].
|mltxt=το<br /><b>βοτ.</b><br />το εσώτατο ξυλώδες [[τμήμα]] του κορμού τών δέντρων, αλλ. εγκάρδιο [[ξύλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ξυλο</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ξύλο]]), [[πρβλ]]. [[σιδερόξυλο]], [[σκουπόξυλο]]. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>heartwood</i>].
}}
}}

Revision as of 18:19, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
βοτ.
το εσώτατο ξυλώδες τμήμα του κορμού τών δέντρων, αλλ. εγκάρδιο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -ξυλο (< ξύλο), πρβλ. σιδερόξυλο, σκουπόξυλο. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. heartwood].