Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιδερόξυλο

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά στο εμπόριο 24 τουλάχιστον είδη δένδρων και θάμνων
2. το ξύλο τών δένδρων αυτών, που είναι πολύ σκληρό και βαρύ και σε ορισμένες περιπτώσεις βαρύτερο από το νερό
3. (κατ' επέκτ.) κάθε ξύλο εξαιρετικής σκληρότητας.