σιδερόξυλο

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά στο εμπόριο 24 τουλάχιστον είδη δένδρων και θάμνων
2. το ξύλο τών δένδρων αυτών, που είναι πολύ σκληρό και βαρύ και σε ορισμένες περιπτώσεις βαρύτερο από το νερό
3. (κατ' επέκτ.) κάθε ξύλο εξαιρετικής σκληρότητας.