κεδροχαρής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεδροχαρής]], -ές (Α)<br />αυτός που χαίρεται να κατεργάζεται το [[ξύλο]] του κέδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαρ</i>-, [[πρβλ]]. <i>ε</i>-<i>χάρ</i>-<i>ην</i>, αόρ. του [[χαίρω]]), [[πρβλ]]. <i>αιμο</i>-<i>χαρής</i>, <i>δακρυ</i>-<i>χαρής</i>].
|mltxt=[[κεδροχαρής]], -ές (Α)<br />αυτός που χαίρεται να κατεργάζεται το [[ξύλο]] του κέδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαρ</i>-, [[πρβλ]]. <i>ε</i>-<i>χάρ</i>-<i>ην</i>, αόρ. του [[χαίρω]]), [[πρβλ]]. [[αιμοχαρής]], [[δακρυχαρής]]].
}}
}}

Revision as of 18:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδροχᾰρής Medium diacritics: κεδροχαρής Low diacritics: κεδροχαρής Capitals: ΚΕΔΡΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: kedrocharḗs Transliteration B: kedrocharēs Transliteration C: kedrocharis Beta Code: kedroxarh/s

English (LSJ)

ές, (χαίρω) A rejoicing in cedar, Man.4.191.

German (Pape)

[Seite 1411] ές, sich über Cedern freuend, Man. 4, 191.

Greek (Liddell-Scott)

κεδροχᾰρής: -ές, (χαίρω) χαίρων ἐπὶ τῇ κέδρῳ, Μανέθ. 4. 191.

Greek Monolingual

κεδροχαρής, -ές (Α)
αυτός που χαίρεται να κατεργάζεται το ξύλο του κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + -χαρής (< θ. χαρ-, πρβλ. ε-χάρ-ην, αόρ. του χαίρω), πρβλ. αιμοχαρής, δακρυχαρής].