κεραμίδι: Difference between revisions
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[κεραμίδιον]])<br />πήλινο οικοδομικό υλικό σε [[σχήμα]] τμήματος κυλίνδρου, κόλουρου κώνου, κυματοειδές ή επίπεδο με γλυφές ώστε να προσαρμόζεται το ένα με το [[άλλο]] για την [[κάλυψη]] της στέγης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ.</b> <i>τα κεραμίδια</i><br />η [[στέγη]] οικοδομήματος που [[είναι]] σκεπασμένη με κεραμίδια<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «κεραμίδια που δεν στάζουν μην τά σκαλίζεις» — μη δημιουργείς προβλήματα [[εκεί]] που δεν υπάρχουν<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γιατί]], θεέ μου, κρατάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα;» — πώς μπορεί να συμβαίνουν και να γίνονται ανεκτά τόσο παράλογα πράγματα; β) «τί κάνει νιάου -νιάου στα κεραμίδια;» — αυτό [[είναι]] αυτονόητο ή πασίγνωστο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεραμ</i>-<i>ίς</i>, -<i>ίδ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ι</i>(<i>ον</i>) ([[πρβλ]]. | |mltxt=το (ΑΜ [[κεραμίδιον]])<br />πήλινο οικοδομικό υλικό σε [[σχήμα]] τμήματος κυλίνδρου, κόλουρου κώνου, κυματοειδές ή επίπεδο με γλυφές ώστε να προσαρμόζεται το ένα με το [[άλλο]] για την [[κάλυψη]] της στέγης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ.</b> <i>τα κεραμίδια</i><br />η [[στέγη]] οικοδομήματος που [[είναι]] σκεπασμένη με κεραμίδια<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «κεραμίδια που δεν στάζουν μην τά σκαλίζεις» — μη δημιουργείς προβλήματα [[εκεί]] που δεν υπάρχουν<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γιατί]], θεέ μου, κρατάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα;» — πώς μπορεί να συμβαίνουν και να γίνονται ανεκτά τόσο παράλογα πράγματα; β) «τί κάνει νιάου -νιάου στα κεραμίδια;» — αυτό [[είναι]] αυτονόητο ή πασίγνωστο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεραμ</i>-<i>ίς</i>, -<i>ίδ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ι</i>(<i>ον</i>) ([[πρβλ]]. [[λεπίδι]], [[σανίδι]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:20, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (ΑΜ κεραμίδιον)
πήλινο οικοδομικό υλικό σε σχήμα τμήματος κυλίνδρου, κόλουρου κώνου, κυματοειδές ή επίπεδο με γλυφές ώστε να προσαρμόζεται το ένα με το άλλο για την κάλυψη της στέγης
νεοελλ.
1. πληθ. τα κεραμίδια
η στέγη οικοδομήματος που είναι σκεπασμένη με κεραμίδια
2. παροιμ. «κεραμίδια που δεν στάζουν μην τά σκαλίζεις» — μη δημιουργείς προβλήματα εκεί που δεν υπάρχουν
3. φρ. α) «γιατί, θεέ μου, κρατάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα;» — πώς μπορεί να συμβαίνουν και να γίνονται ανεκτά τόσο παράλογα πράγματα; β) «τί κάνει νιάου -νιάου στα κεραμίδια;» — αυτό είναι αυτονόητο ή πασίγνωστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμ-ίς, -ίδ-ος + υποκορ. κατάλ. -ι(ον) (πρβλ. λεπίδι, σανίδι)].