κεφαλάρι: Difference between revisions
From LSJ
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του κρεβατιού στο οποίο αναπαύεται το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> το μακρόστενο [[προσκέφαλο]] που τοποθετείται [[κάτω]] από το κύριο [[προσκέφαλο]] του κρεβατιού, η [[μαξιλάρα]]<br /><b>3.</b> [[κιονόκρανο]]<br /><b>4.</b> [[επιστύλιο]]<br /><b>5.</b> [[ακρογωνιαίος]] [[λίθος]] οικοδομής, αγκωνάρα<br /><b>6.</b> <b>γεωλ.</b> καροτική [[πηγή]] με [[μεγάλη]] [[ανάβλυση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφάλι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρι</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=το<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του κρεβατιού στο οποίο αναπαύεται το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> το μακρόστενο [[προσκέφαλο]] που τοποθετείται [[κάτω]] από το κύριο [[προσκέφαλο]] του κρεβατιού, η [[μαξιλάρα]]<br /><b>3.</b> [[κιονόκρανο]]<br /><b>4.</b> [[επιστύλιο]]<br /><b>5.</b> [[ακρογωνιαίος]] [[λίθος]] οικοδομής, αγκωνάρα<br /><b>6.</b> <b>γεωλ.</b> καροτική [[πηγή]] με [[μεγάλη]] [[ανάβλυση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφάλι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρι</i> ([[πρβλ]]. [[θυμάρι]], [[σιτάρι]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
το
1. το μέρος του κρεβατιού στο οποίο αναπαύεται το κεφάλι
2. το μακρόστενο προσκέφαλο που τοποθετείται κάτω από το κύριο προσκέφαλο του κρεβατιού, η μαξιλάρα
3. κιονόκρανο
4. επιστύλιο
5. ακρογωνιαίος λίθος οικοδομής, αγκωνάρα
6. γεωλ. καροτική πηγή με μεγάλη ανάβλυση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. -άρι (πρβλ. θυμάρι, σιτάρι)].