κερατόπους: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κερατόπους]], -οδος, ὁ (Α)<br />αυτός που έχει οπλές στα πόδια του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κερατόπους]], -οδος, ὁ (Α)<br />αυτός που έχει οπλές στα πόδια του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. [[καμψίπους]], [[ωκύπους]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:42, 24 August 2021
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A hornfooted, hoofed, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1422] ποδος, hornfüßig, Pan.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾱτόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων τοὺς πόδας ἐκ κερατίνης οὐσίας, ἔχων ὁπλάς, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κερατόπους, -οδος, ὁ (Α)
αυτός που έχει οπλές στα πόδια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -πους (< πούς), πρβλ. καμψίπους, ωκύπους].