κερατόπους: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερατόπους]], -οδος, ὁ (Α)<br />αυτός που έχει οπλές στα πόδια του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. <i>καμψί</i>-[[πους]], <i>ωκύ</i>-[[πους]]].
|mltxt=[[κερατόπους]], -οδος, ὁ (Α)<br />αυτός που έχει οπλές στα πόδια του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. [[καμψίπους]], [[ωκύπους]]].
}}
}}

Revision as of 07:42, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτόπους Medium diacritics: κερατόπους Low diacritics: κερατόπους Capitals: ΚΕΡΑΤΟΠΟΥΣ
Transliteration A: keratópous Transliteration B: keratopous Transliteration C: keratopous Beta Code: kerato/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A hornfooted, hoofed, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1422] ποδος, hornfüßig, Pan.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων τοὺς πόδας ἐκ κερατίνης οὐσίας, ἔχων ὁπλάς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κερατόπους, -οδος, ὁ (Α)
αυτός που έχει οπλές στα πόδια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -πους (< πούς), πρβλ. καμψίπους, ωκύπους].