κοπροβόρος: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[κοπροβόρος]], -ον)<br />(για έντομα ή πτηνά) αυτός που [[συνήθως]] τρώγει κόπρο, [[κοπροφάγος]] (α. «[[ἔποψ]] [[κοπροβόρος]]» β. «μυῑαι κοπροβόροι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), [[πρβλ]]. <i>αιμο</i>-<i>βόρος</i>, <i>σαρκο</i>-<i>βόρος</i>].
|mltxt=-α, -ο (Α [[κοπροβόρος]], -ον)<br />(για έντομα ή πτηνά) αυτός που [[συνήθως]] τρώγει κόπρο, [[κοπροφάγος]] (α. «[[ἔποψ]] [[κοπροβόρος]]» β. «μυῑαι κοπροβόροι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), [[πρβλ]]. [[αιμοβόρος]], [[σαρκοβόρος]]].
}}
}}

Revision as of 18:52, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κοπροβόρος: -ον, τρώγων κόπρον, ἐπί τοῦ ἔποπος, Κύριλλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κοπροβόρος, -ον)
(για έντομα ή πτηνά) αυτός που συνήθως τρώγει κόπρο, κοπροφάγος (α. «ἔποψ κοπροβόρος» β. «μυῑαι κοπροβόροι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμοβόρος, σαρκοβόρος].