κοσκινόρινος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοσκινόρινος]], ὁ (Α)<br />(για ζώο) αυτός που έχει [[δέρμα]] κατάλληλο για την [[κατασκευή]] κόσκινου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσκινον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]] ζώων ή ανθρώπου»), [[πρβλ]]. <i>κελαινό</i>-<i>ρρινος</i>, <i>μελά</i>-<i>ρρινος</i>].
|mltxt=[[κοσκινόρινος]], ὁ (Α)<br />(για ζώο) αυτός που έχει [[δέρμα]] κατάλληλο για την [[κατασκευή]] κόσκινου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσκινον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]] ζώων ή ανθρώπου»), [[πρβλ]]. [[κελαινόρρινος]], [[μελάρρινος]]].
}}
}}

Revision as of 18:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκῐνόρῑνος Medium diacritics: κοσκινόρινος Low diacritics: κοσκινόρινος Capitals: ΚΟΣΚΙΝΟΡΙΝΟΣ
Transliteration A: koskinórinos Transliteration B: koskinorinos Transliteration C: koskinorinos Beta Code: koskino/rinos

English (LSJ)

(-ριος cod.)· εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κοσκινόρινος: -ον, «εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός», δηλ. δέρμα πρὸς κατασκευὴν κοσκίνου, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κοσκινόρινος, ὁ (Α)
(για ζώο) αυτός που έχει δέρμα κατάλληλο για την κατασκευή κόσκινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + -ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπου»), πρβλ. κελαινόρρινος, μελάρρινος].