κράντειρα: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κράντειρα]], ἡ (Α)<br />(θηλ. του [[κραντήρ]]) αυτή που άρχει, που εξουσιάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραντ</i>-<i>ήρ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειρα</i> ([[πρβλ]]. <i>σωτ</i>-<i>ήρ</i>: <i>σώτ</i>-<i>ειρα</i>)].
|mltxt=[[κράντειρα]], ἡ (Α)<br />(θηλ. του [[κραντήρ]]) αυτή που άρχει, που εξουσιάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραντ</i>-<i>ήρ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειρα</i> ([[πρβλ]]. <i>σωτ</i>-<i>ήρ</i>: <i>σώτ</i>-<i>ειρα</i>)].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, fem. zu [[κραντήρ]]; πόνου Antip.Sid. 35 (<i>Plan</i>. 220).
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράντειρα Medium diacritics: κράντειρα Low diacritics: κράντειρα Capitals: ΚΡΑΝΤΕΙΡΑ
Transliteration A: kránteira Transliteration B: kranteira Transliteration C: kranteira Beta Code: kra/nteira

English (LSJ)

ἡ, fem. of sq. ΙΙ, APl.4.220 (Antip.), Orph.Fr. 176.

Greek Monolingual

κράντειρα, ἡ (Α)
(θηλ. του κραντήρ) αυτή που άρχει, που εξουσιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραντ-ήρ + κατάλ. -ειρα (πρβλ. σωτ-ήρ: σώτ-ειρα)].

German (Pape)

ἡ, fem. zu κραντήρ; πόνου Antip.Sid. 35 (Plan. 220).