κυανανθής: Difference between revisions
From LSJ
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυανανθής]], -ές (Α)<br />(για τη [[θάλασσα]]) κυανόχρωμος, αυτός που έχει κυανό, βαθύ γαλάζιο [[χρώμα]] («κυανανθέϊ... πόντῳ», Βακχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κυανανθής]], -ές (Α)<br />(για τη [[θάλασσα]]) κυανόχρωμος, αυτός που έχει κυανό, βαθύ γαλάζιο [[χρώμα]] («κυανανθέϊ... πόντῳ», Βακχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]]), [[πρβλ]]. [[λευκανθής]], [[μελανθής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κυανανθής -ές [κύανος, ἄνθος] met donkerblauwe glans. | |elnltext=κυανανθής -ές [κύανος, ἄνθος] met donkerblauwe glans. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A of dark hue, of the sea, B.12.124.
Greek (Liddell-Scott)
κυανανθής: -ές, κυανόχρους, κυανανθέϊ... πόντῳ Βακχυλ. 12. 124 (ἔκδ. Blass.).
Greek Monolingual
κυανανθής, -ές (Α)
(για τη θάλασσα) κυανόχρωμος, αυτός που έχει κυανό, βαθύ γαλάζιο χρώμα («κυανανθέϊ... πόντῳ», Βακχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κύανος + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκανθής, μελανθής].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυανανθής -ές [κύανος, ἄνθος] met donkerblauwe glans.