μελανθής

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελανθής Medium diacritics: μελανθής Low diacritics: μελανθής Capitals: ΜΕΛΑΝΘΗΣ
Transliteration A: melanthḗs Transliteration B: melanthēs Transliteration C: melanthis Beta Code: melanqh/s

English (LSJ)

μελανθές, (ἄνθος = colour) black, swarthy, γένος, A.Supp. 154 (lyr.); μ. ῥοίζῳ σπερχόμενος πόντος Hymn.Is.150.

German (Pape)

[Seite 119] ές, schwarz blühend, schwarz gefärbt, übh. schwarz, γένος, Aesch. Suppl. 145.

Russian (Dvoretsky)

μελανθής: цветущий черным цветом, т. е. темнокожий (γένος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μελανθής: -ές, (ἄνθος) ὁ ἔχων μέλανα ἄνθη· καθόλου, μέλας, μελανωπός, γένος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 154· πρβλ. λευκανθής.

Greek Monolingual

μελανθής, -ές (Α)
(ποιητ. λ.) αυτός που έχει μέλανα άνθη, δηλ. μαύρο χρώμα, μελαψός, μαυρειδερός («μελανθὲς ἡλιόκτυπον γένος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, + -ανθής < (ἄνθος), πρβλ. λευκανθής, χρυσανθής].