μελανθής
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
μελανθές, (ἄνθος = colour) black, swarthy, γένος, A.Supp. 154 (lyr.); μ. ῥοίζῳ σπερχόμενος πόντος Hymn.Is.150.
German (Pape)
[Seite 119] ές, schwarz blühend, schwarz gefärbt, übh. schwarz, γένος, Aesch. Suppl. 145.
Russian (Dvoretsky)
μελανθής: цветущий черным цветом, т. е. темнокожий (γένος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μελανθής: -ές, (ἄνθος) ὁ ἔχων μέλανα ἄνθη· καθόλου, μέλας, μελανωπός, γένος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 154· πρβλ. λευκανθής.
Greek Monolingual
μελανθής, -ές (Α)
(ποιητ. λ.) αυτός που έχει μέλανα άνθη, δηλ. μαύρο χρώμα, μελαψός, μαυρειδερός («μελανθὲς ἡλιόκτυπον γένος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, + -ανθής < (ἄνθος), πρβλ. λευκανθής, χρυσανθής].