κόλερος: Difference between revisions
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κόλερος]], -α, -ον και [[κολερός]], -ά, -όν (Α)<br />(για πρόβατα) αυτός που έχει [[κοντό]] [[τρίχωμα]] («εἰσὶ δ' εὐχειμερώτεραι αἱ πλατύκερκοι ὄϊες τῶν μακροκέρκων, καὶ αἱ κολεραὶ τῶν δασέων», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶρος]] «[[μαλλί]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κόλερος]], -α, -ον και [[κολερός]], -ά, -όν (Α)<br />(για πρόβατα) αυτός που έχει [[κοντό]] [[τρίχωμα]] («εἰσὶ δ' εὐχειμερώτεραι αἱ πλατύκερκοι ὄϊες τῶν μακροκέρκων, καὶ αἱ κολεραὶ τῶν δασέων», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶρος]] «[[μαλλί]]»), [[πρβλ]]. [[έπερος]], [[εύερος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:59, 23 August 2021
English (LSJ)
α, ον, (κόλος, ἔρος B) A short-wooled, οἶες Arist.HA596b5. 2 κολερά· νόθα, νωθρά, Hsch. (Accent varies in codd.; κόλερον Theognost.Can.131.)
Greek Monolingual
κόλερος, -α, -ον και κολερός, -ά, -όν (Α)
(για πρόβατα) αυτός που έχει κοντό τρίχωμα («εἰσὶ δ' εὐχειμερώτεραι αἱ πλατύκερκοι ὄϊες τῶν μακροκέρκων, καὶ αἱ κολεραὶ τῶν δασέων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + -ερος (< εἶρος «μαλλί»), πρβλ. έπερος, εύερος].