κωδωνοκρούστης: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που έχει ως [[έργο]] του να χτυπά τις καμπάνες της εκκλησίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώδων]] <span style="color: red;">+</span> -[[κρούστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρούω]]), [[πρβλ]]. <i>οργανο</i>-[[κρούστης]], <i>τυμπανο</i>-[[κρούστης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].
|mltxt=ο<br />αυτός που έχει ως [[έργο]] του να χτυπά τις καμπάνες της εκκλησίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώδων]] <span style="color: red;">+</span> -[[κρούστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρούω]]), [[πρβλ]]. [[οργανοκρούστης]], [[τυμπανοκρούστης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 24 August 2021

Greek Monolingual

ο
αυτός που έχει ως έργο του να χτυπά τις καμπάνες της εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + -κρούστης (< κρούω), πρβλ. οργανοκρούστης, τυμπανοκρούστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].