λαβάργυρος: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαβάργυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που παίρνει χρήματα για [[κάτι]], που κάνει [[κάτι]] με [[πληρωμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαβ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>λαβ</i>-<i>ον</i> αόρ. του [[λαμβάνω]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἄργυρος]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[λαβάργυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που παίρνει χρήματα για [[κάτι]], που κάνει [[κάτι]] με [[πληρωμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαβ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>λαβ</i>-<i>ον</i> αόρ. του [[λαμβάνω]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἄργυρος]] ([[πρβλ]]. [[φιλάργυρος]], [[ψευδάργυρος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:50, 24 August 2021
English (LSJ)
ον, A taking money, ὡρολογητής Timo 18.
German (Pape)
[Seite 1] Geld nehmend für Etwas, was man thut, Timon bei Ath. IX, 406 e.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰβάργῠρος: -ον, (λαβεῖν) λαμβάνω χρήματα, πράττων τι διὰ χρήματα, ἀντὶ χρημάτων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 406Ε.
Greek Monolingual
λαβάργυρος, -ον (Α)
αυτός που παίρνει χρήματα για κάτι, που κάνει κάτι με πληρωμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαβ- (πρβλ. ἔ-λαβ-ον αόρ. του λαμβάνω) + ἄργυρος (πρβλ. φιλάργυρος, ψευδάργυρος)].