μακροπρόθεσμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για δάνεια και πιστώσεις) αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[προθεσμία]] λήξεως, που θα εξοφληθεί [[μετά]] από ένα ημερολογιακό [[έτος]] («μακροπρόθεσμο [[δάνειο]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που θα πραγματοποιηθεί [[μετά]] από μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μακροπρόθεσμα</i><br /><b>1.</b> με [[μεγάλη]] [[προθεσμία]] λήξεως<br /><b>2.</b> στο απώτερο [[μέλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρόθεσμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]]), [[πρβλ]]. <i>εκ</i>-<i>πρόθεσμος</i>, <i>ληξι</i>-<i>πρόθεσμος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για δάνεια και πιστώσεις) αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[προθεσμία]] λήξεως, που θα εξοφληθεί [[μετά]] από ένα ημερολογιακό [[έτος]] («μακροπρόθεσμο [[δάνειο]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που θα πραγματοποιηθεί [[μετά]] από μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μακροπρόθεσμα</i><br /><b>1.</b> με [[μεγάλη]] [[προθεσμία]] λήξεως<br /><b>2.</b> στο απώτερο [[μέλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρόθεσμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]]), [[πρβλ]]. [[εκπρόθεσμος]], [[ληξιπρόθεσμος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο].
}}
}}

Latest revision as of 18:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για δάνεια και πιστώσεις) αυτός που έχει μεγάλη προθεσμία λήξεως, που θα εξοφληθεί μετά από ένα ημερολογιακό έτος («μακροπρόθεσμο δάνειο»)
2. αυτός που θα πραγματοποιηθεί μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα.
επίρρ...
μακροπρόθεσμα
1. με μεγάλη προθεσμία λήξεως
2. στο απώτερο μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -πρόθεσμος (< θεσμός), πρβλ. εκπρόθεσμος, ληξιπρόθεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο].