μελιτόβρυτος: Difference between revisions
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελιτόβρυτος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[μέλι]]<br /><b>2.</b> αυτός από τον οποίο στάζει [[μέλι]], [[μελισταγής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρύω]] «[[αφθονώ]], [[αναβλύζω]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μελιτόβρυτος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[μέλι]]<br /><b>2.</b> αυτός από τον οποίο στάζει [[μέλι]], [[μελισταγής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρύω]] «[[αφθονώ]], [[αναβλύζω]]»), [[πρβλ]]. [[Ωκεανόβρυτος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:50, 8 May 2023
Greek Monolingual
μελιτόβρυτος, -ον (Μ)
1. αυτός που είναι γεμάτος μέλι
2. αυτός από τον οποίο στάζει μέλι, μελισταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + -βρυτος (< βρύω «αφθονώ, αναβλύζω»), πρβλ. Ωκεανόβρυτος].