μεσήλικος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, αρσ. και [[μεσήλικας]] και μεσοήλικας (ΑM [[μεσῆλιξ]], -ικος, Μ και [[μεσοῆλιξ]], ὁ και ἡ)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει [[μέση]] [[ηλικία]] ή αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] ανδρικής και γεροντικής ηλικίας, ο [[μεσόκοπος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει μέτριο [[ανάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- -<i>ηλιξ</i>(<span style="color: red;"><</span> [[ἧλιξ]],-<i>ικος</i> «συνομίληκος»), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο, αρσ. και [[μεσήλικας]] και μεσοήλικας (ΑM [[μεσῆλιξ]], -ικος, Μ και [[μεσοῆλιξ]], ὁ και ἡ)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει [[μέση]] [[ηλικία]] ή αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] ανδρικής και γεροντικής ηλικίας, ο [[μεσόκοπος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει μέτριο [[ανάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- -<i>ηλιξ</i>(<span style="color: red;"><</span> [[ἧλιξ]],-<i>ικος</i> «συνομίληκος»), [[πρβλ]]. [[ισήλιξ]], [[ομήλιξ]]. Οι τ. <i>μεσ</i>-<i>ήλικος</i> και <i>μεσ</i>-<i>ήλικας</i> [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i> και -<i>ας</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλικος</i> και -<i>ήλικας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἧλιξ]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:55, 24 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο, αρσ. και μεσήλικας και μεσοήλικας (ΑM μεσῆλιξ, -ικος, Μ και μεσοῆλιξ, ὁ και ἡ)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μέση ηλικία ή αυτός που βρίσκεται μεταξύ ανδρικής και γεροντικής ηλικίας, ο μεσόκοπος
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει μέτριο ανάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- -ηλιξ(< ἧλιξ,-ικος «συνομίληκος»), πρβλ. ισήλιξ, ομήλιξ. Οι τ. μεσ-ήλικος και μεσ-ήλικας κατά τα αρσ. σε -ος και -ας < μεσ(ο)- + -ήλικος και -ήλικας (< ἧλιξ)].