μόνανδρος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → silence, you see, is an answer for the wise (Menander)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monandros | |Transliteration C=monandros | ||
|Beta Code=mo/nandros | |Beta Code=mo/nandros | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[having but one husband]], IG12(3).912 (Thera), 14.191 (Syracuse). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 04:50, 24 August 2022
English (LSJ)
ἡ, having but one husband, IG12(3).912 (Thera), 14.191 (Syracuse).
German (Pape)
[Seite 201] einen Mann habend, Io. Chrys.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μόνανδρος -ον)
νεοελλ.
για άνθη) αυτός που έχει έναν μόνο στήμονα
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ μόνανδρος
η γυναίκα που έχει ή είχε έναν μόνο σύζυγο («τὴν μόνανδρον Νυμφιδίαν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον)ο)- -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φίλ-ανδρος].