ἀλεία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aleia | |Transliteration C=aleia | ||
|Beta Code=a)lei/a | |Beta Code=a)lei/a | ||
|Definition=ἡ, (ἄλη) | |Definition=ἡ, (ἄλη) [[wandering about]], AB376, Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:40, 24 August 2022
English (LSJ)
ἡ, (ἄλη) wandering about, AB376, Hsch.
German (Pape)
[Seite 91] ἡ, das Umherirren, VLL.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
viaje, paseo, caminata Hsch. < ἀλεία ἁλεία > ἀλεία
v. ἀλείατα.
Greek Monolingual
ἁλεία, η (Α)
η αλιεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. της λ. ἁλιεία, πρβλ. και το σχήμα ὑγιεία-ὑγεία.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλειά].
Greek Monolingual
η ἁλεία
η συγκομιδή από το ψάρεμα, τα αλιευμένα ψάρια, η ψαριά.