ἐχιδνοφαγία: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχιδνοφαγία]], ἡ (Α)<br />το να τρώει [[κάποιος]] έχιδνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχιδνα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>φαγος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του αορ. β' <i>έ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[εσθίω]]), [[πρβλ]]. <i>αερο</i>-<i>φαγία</i>, <i>πολυ</i>-<i>φαγία</i>].
|mltxt=[[ἐχιδνοφαγία]], ἡ (Α)<br />το να τρώει [[κάποιος]] έχιδνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχιδνα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>φαγος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του αορ. β' <i>έ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[εσθίω]]), [[πρβλ]]. [[αεροφαγία]], [[πολυφαγία]]].
}}
}}

Revision as of 19:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχιδνοφᾰγία Medium diacritics: ἐχιδνοφαγία Low diacritics: εχιδνοφαγία Capitals: ΕΧΙΔΝΟΦΑΓΙΑ
Transliteration A: echidnophagía Transliteration B: echidnophagia Transliteration C: echidnofagia Beta Code: e)xidnofagi/a

English (LSJ)

ἡ, A eating of vipers, Dsc.Eup.1.227.

German (Pape)

[Seite 1126] ἡ, das Essen von Nattern, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιδνοφαγία: ἡ, τὸ ἐσθίειν ἐχίδνας, Διοσκ. 1. 234.

Greek Monolingual

ἐχιδνοφαγία, ἡ (Α)
το να τρώει κάποιος έχιδνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -φαγία (< -φαγος < θ. φαγ- του αορ. β' έ-φαγ-ον του ρ. εσθίω), πρβλ. αεροφαγία, πολυφαγία].