ἑτεροσχήμων: Difference between revisions
From LSJ
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑτεροσχήμων]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετικό [[σχήμα]], ο [[ετερόσχημος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το [[σχήμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροσχημόνως</i> (Α)<br />με διαφορετικό ή αλλοιωμένο [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἑτεροσχήμων]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετικό [[σχήμα]], ο [[ετερόσχημος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το [[σχήμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροσχημόνως</i> (Α)<br />με διαφορετικό ή αλλοιωμένο [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), [[πρβλ]]. [[πολυσχήμων]], [[μεγαλοσχήμων]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑτεροσχήμων:''' 2, gen. ονος имеющий иной вид, отличающийся по виду Luc. | |elrutext='''ἑτεροσχήμων:''' 2, gen. ονος имеющий иной вид, отличающийся по виду Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A of varying shape, φύλλα Thphr.HP1.10.1; altered in shape, distorted, Luc.Hist.Conscr.51. Adv. -μόνως Vett.Val.333.20:— later ἑτερό-σχημος, ον, irregular, διαλείμματα Heliod. ap. Orib.48.20.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροσχήμων: ἑτερόσχημον, ἔχων διάφορον σχῆμα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 1, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51· μεταγεν. ἑτερόσχημος, ον.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
de figure ou d’aspect différent.
Étymologie: ἕτερος, σχῆμα.
Greek Monolingual
ἑτεροσχήμων, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα, ο ετερόσχημος
2. αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το σχήμα.
επίρρ...
ἑτεροσχημόνως (Α)
με διαφορετικό ή αλλοιωμένο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχήμων (< σχήμα), πρβλ. πολυσχήμων, μεγαλοσχήμων].
Russian (Dvoretsky)
ἑτεροσχήμων: 2, gen. ονος имеющий иной вид, отличающийся по виду Luc.