ἰσήμερος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσήμερος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαρκεί ίσο χρόνο, αυτός που έχει τις ίδιες ημέρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήμερος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἡμερα</i>), [[πρβλ]]. <i>εφ</i>-[[ήμερος]], <i>καλ</i>-[[ήμερος]]].
|mltxt=[[ἰσήμερος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαρκεί ίσο χρόνο, αυτός που έχει τις ίδιες ημέρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήμερος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἡμερα</i>), [[πρβλ]]. [[εφήμερος]], [[καλήμερος]]].
}}
}}

Revision as of 07:57, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσήμερος Medium diacritics: ἰσήμερος Low diacritics: ισήμερος Capitals: ΙΣΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: isḗmeros Transliteration B: isēmeros Transliteration C: isimeros Beta Code: i)sh/meros

English (LSJ)

ον,= A aequidialis, ib. ἰσήμορτεν· ἀπέθανεν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1263] gleich an Tagen, gleich lange dauernd. – Bei Theophr. zur Zeit der Tag- u. Nachtgleiche (?).

Greek Monolingual

ἰσήμερος, -ον (Α)
αυτός που διαρκεί ίσο χρόνο, αυτός που έχει τις ίδιες ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. εφήμερος, καλήμερος].