μεγαλοκοίλιος: Difference between revisions
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεγᾰλοκοίλιος:''' имеющий большие полости (sc. [[καρδία]] Arst.). | |elrutext='''μεγᾰλοκοίλιος:''' [[имеющий большие полости]] (sc. [[καρδία]] Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A with large ventricles, Arist.PA667a29; with large intestinal canal, Mnesith. ap.Orib.21.7.6,7 (Sup.):—written μεγᾰλό-κοιλος ( = προγάστωρ) in Gal.6.467.
German (Pape)
[Seite 106] mit großer Höhlung, großem Bauche; Arist. p. an. 4, 4; Schol. Luc. Bacch. 2.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοκοίλιος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας (τῆς καρδίας) τὰς κοιλίας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 4, 30· ― ἐν τοῖς Ἀντιγρ. τοῦ Γαλην. μεγαλόκοιλος.
Greek Monolingual
μεγαλοκοίλιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μεγάλες τις κοιλίες της καρδιάς
2. αυτός που έχει μεγάλες εντερικές αύλακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κοιλία (πρβλ. νευροκοίλιος, σκληροκοίλιος)].
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοκοίλιος: имеющий большие полости (sc. καρδία Arst.).