ιππελάτης: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππελάτης]], ό, θηλ. ίππελάτειρα (Α)<br />αυτός που οδηγεί ή ιππεύει ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ελάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), [[πρβλ]]. [[ονελάτης]], [[ταυρελάτης]]].
|mltxt=[[ἱππελάτης]], ό, θηλ. [[ἱππελάτειρα]] (Α)<br />αυτός που οδηγεί ή ιππεύει ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ελάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), [[πρβλ]]. [[ονελάτης]], [[ταυρελάτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:48, 24 August 2021

Greek Monolingual

ἱππελάτης, ό, θηλ. ἱππελάτειρα (Α)
αυτός που οδηγεί ή ιππεύει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ελάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ονελάτης, ταυρελάτης].