καθυπισχνέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1290.png Seite 1290]] (s. [[ὑπισχνέομαι]]), versprechen, Luc. Hermot. 6 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1290.png Seite 1290]] (s. [[ὑπισχνέομαι]]), versprechen, Luc. Hermot. 6 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ao.</i> καθυπεσχόμην;<br />promettre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑπισχνέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθυπισχνέομαι''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[ὑπισχνέομαι]], Λουκ. Ρητόρ. Διδ. 25, Ἑρμότ. 6, Ναζ. τ. 2. σ. 188D. - Καθ’ Ἡσύχ. «καθυπισχνεῖτο, ὡμολογεῖτο».
|lstext='''καθυπισχνέομαι''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[ὑπισχνέομαι]], Λουκ. Ρητόρ. Διδ. 25, Ἑρμότ. 6, Ναζ. τ. 2. σ. 188D. - Καθ’ Ἡσύχ. «καθυπισχνεῖτο, ὡμολογεῖτο».
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ao.</i> καθυπεσχόμην;<br />promettre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑπισχνέομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυπισχνέομαι Medium diacritics: καθυπισχνέομαι Low diacritics: καθυπισχνέομαι Capitals: ΚΑΘΥΠΙΣΧΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: kathypischnéomai Transliteration B: kathypischneomai Transliteration C: kathypischneomai Beta Code: kaqupisxne/omai

English (LSJ)

strengthened for ὑπισχνέομαι, Luc.Herm.6, Rh.Pr.25, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1290] (s. ὑπισχνέομαι), versprechen, Luc. Hermot. 6 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
ao. καθυπεσχόμην;
promettre.
Étymologie: κατά, ὑπισχνέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπισχνέομαι: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπισχνέομαι, Λουκ. Ρητόρ. Διδ. 25, Ἑρμότ. 6, Ναζ. τ. 2. σ. 188D. - Καθ’ Ἡσύχ. «καθυπισχνεῖτο, ὡμολογεῖτο».

Greek Monotonic

καθυπισχνέομαι: επιτετ. αντί ὑπισχ-, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-υπισχνέομαι stellig beloven.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῠπισχνέομαι: (aor. 2 καθυπεσχόμην) обещать Luc.

Middle Liddell

[strengthened for ὑπισχνέομαι, Luc.]