κορυφιστής: Difference between revisions
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
m (Text replacement - "head-dress" to "headdress") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koryfistis | |Transliteration C=koryfistis | ||
|Beta Code=korufisth/s | |Beta Code=korufisth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fillet]] or [[diadem]], esp. as a woman's headdress; also, = | |Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fillet]] or [[diadem]], esp. as a woman's [[headdress]]; also, = κεκρυφάλου τὸ μέσον [[ῥάμμα]], Id.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:59, 8 September 2021
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A fillet or diadem, esp. as a woman's headdress; also, = κεκρυφάλου τὸ μέσον ῥάμμα, Id.
Greek (Liddell-Scott)
κορυφιστής: -οῦ, ὁ, ταινία, διάδημα, ἰδίως ὡς κεφαλόδεσμος γυναικεῖος· ὡσαύτως, ὁ γῦρος τοῦ πίλου ἢ «σκούφου», πρβλ. κεκρύφαλος· ― Ἡσύχ. ἔχει κορυφαστήρ, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. 2) = κορυφαία Ι, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
κορυφιστής, ὁ (Α)
1. διάδημα, ταινία της κεφαλής
2. ο γύρος του σκούφου ή του ψάθινου καπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή, μέσω ενός αμάρτυρου κορυφίζω].