συνάντημα: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[fantasma]], [[espectro]]
|esgtx=[[fantasma]], [[espectro]]
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συναντῶ]]<br />τυχαίο [[συμβάν]], [[σύμπτωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνάντηση]], [[συναπάντημα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για νόσο ή [[επιδημία]]) αιφνίδια [[επίπτωση]], αιφνίδια [[προσβολή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιβεβαίωση]], [[επικύρωση]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συναντῶ]]<br />τυχαίο [[συμβάν]], [[σύμπτωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνάντηση]], [[συναπάντημα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για νόσο ή [[επιδημία]]) αιφνίδια [[επίπτωση]], αιφνίδια [[προσβολή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιβεβαίωση]], [[επικύρωση]].
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συναντῶ]]<br />τυχαίο [[συμβάν]], [[σύμπτωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνάντηση]], [[συναπάντημα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για νόσο ή [[επιδημία]]) αιφνίδια [[επίπτωση]], αιφνίδια [[προσβολή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιβεβαίωση]], [[επικύρωση]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάντημα Medium diacritics: συνάντημα Low diacritics: συνάντημα Capitals: ΣΥΝΑΝΤΗΜΑ
Transliteration A: synántēma Transliteration B: synantēma Transliteration C: synantima Beta Code: suna/nthma

English (LSJ)

ατος, τό, A incident, occurrence, ib.Ec.9.2,3. 2 visitation, of plague, etc., ib.Ex.9.14, PMag.Leid.W.18.5, Anon. in Rh.1.646 W.; σ. νυκτερινόν nightmare, Cyran.31. 3 confirmation, in plural, Phld. Sign.19.

German (Pape)

[Seite 1001] τό, das Begegniß, LXX. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνάντημα: τό, συμβεβηκός, συμβάν, τυχαῖον συμβάν, Ideler Phys. 2. 370, Ρήτορες (Walz) 1. 646· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ΄, 14) ἐπὶ τῶν πληγῶν τῆς Αἰγύπτου.

Spanish

fantasma, espectro

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συναντῶ
τυχαίο συμβάν, σύμπτωση
νεοελλ.
συνάντηση, συναπάντημα
μσν.-αρχ.
(για νόσο ή επιδημία) αιφνίδια επίπτωση, αιφνίδια προσβολή
αρχ.
επιβεβαίωση, επικύρωση.