μυχλός: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυχλός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σκολιός]], [[ὀχευτής]], [[λάγνης]], [[μοιχός]], [[ἀκρατής]]<br />Φωκεῑς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μύκλος]]].
|mltxt=[[μυχλός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σκολιός]], [[ὀχευτής]], [[λάγνης]], [[μοιχός]], [[ἀκρατής]]<br />Φωκεῖς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μύκλος]]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 09:15, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυχλός Medium diacritics: μυχλός Low diacritics: μυχλός Capitals: ΜΥΧΛΟΣ
Transliteration A: mychlós Transliteration B: mychlos Transliteration C: mychlos Beta Code: muxlo/s

English (LSJ)

σκολιός, ὀχευτής, κτλ., Hsch.: Phocian word for stallion ass, he-ass Id.; cf. μύκλα.

German (Pape)

[Seite 224] s. μύκλα.

Greek (Liddell-Scott)

μυχλός: ἴδε μύκλα ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυχλός· σκολιός (;). ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής. Φωκεῖς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».

Greek Monolingual

μυχλός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκολιός, ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής
Φωκεῖς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μύκλος].

Frisk Etymological English

See also: s. μύκλος.

Frisk Etymology German

μυχλός: {mukhlós}
See also: s. μύκλος.
Page 2,279