πυλαιμάχος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=pulaima/xos | |Beta Code=pulaima/xos | ||
|Definition=[ᾰ],<br><span class="bld">A</span> [[fighting at the gate]], prob. in Stesich.48 (-λαμ- codd.Ath., -λεμ- Sch.Il.), Call.Fr.503 (-λεμ- codd.).<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of [[Athena]] in Ar.Eq.1172, with a play on [[Pylos]], as the [[scene]] of [[Cleon]]'s [[triumph]]. | |Definition=[ᾰ],<br><span class="bld">A</span> [[fighting at the gate]], prob. in Stesich.48 (-λαμ- codd.Ath., -λεμ- Sch.Il.), Call.Fr.503 (-λεμ- codd.).<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of [[Athena]] in Ar.Eq.1172, with a play on [[Pylos]], as the [[scene]] of [[Cleon]]'s [[triumph]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῠλαιμάχος:''' (μᾰ) ὁ сражающийся в Пилосе или победивший у Пилоса Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πυλαιμάχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται στις πύλες ή στην Πύλο, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πυλαιμάχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται στις πύλες ή στην Πύλο, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πυλαι-μάχος, ον, [[μάχομαι]]<br />[[fighting]] at the gates, or at [[Pylos]], Ar. | |mdlsjtxt=πυλαι-μάχος, ον, [[μάχομαι]]<br />[[fighting]] at the gates, or at [[Pylos]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ],
A fighting at the gate, prob. in Stesich.48 (-λαμ- codd.Ath., -λεμ- Sch.Il.), Call.Fr.503 (-λεμ- codd.).
II epithet of Athena in Ar.Eq.1172, with a play on Pylos, as the scene of Cleon's triumph.
Russian (Dvoretsky)
πῠλαιμάχος: (μᾰ) ὁ сражающийся в Пилосе или победивший у Пилоса Arph.
Greek (Liddell-Scott)
πυλαιμάχος: -ον, = πυλαμάχος, παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1172, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως Πύλος, ἐπειδὴ ἐκεῖ ὁ Κλέων ἐδοξάσθη.
Greek Monolingual
και εσφ. ανάγν. πυλαμάχος, -ον, Α
1. αυτός που μάχεται μπροστά στην πύλη
2. το θηλ. προσωνυμία της Αθηνάς σε λογοπαίγνιο με τη λέξη Πύλος στην οποία νίκησε και αιχμαλώτισε τους Σπαρτιάτες ο Κλέων («ἡ Παλλὰς ἡ Πυλαιμάχος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + -μάχος (< μάχομαι). Η μορφή πυλαι- του α΄ συνθετικού παραμένει δυσερμήνευτη].
Greek Monotonic
πυλαιμάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται στις πύλες ή στην Πύλο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
πυλαι-μάχος, ον, μάχομαι
fighting at the gates, or at Pylos, Ar.