ἐκβιαστικός: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekviastikos | |Transliteration C=ekviastikos | ||
|Beta Code=e)kbiastiko/s | |Beta Code=e)kbiastiko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[oppressive]], [[tyrannical]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>155</span> ([[si vera lectio|s.v.l.]]); cf. <b class="b3">ἐκβιβ-</b>. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά [[μέσα]]»). | |mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά [[μέσα]]»). | ||
}} | }} |
Revision as of 05:45, 24 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, oppressive, tyrannical, Ptol.Tetr.155 (s.v.l.); cf. ἐκβιβ-.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά μέσα»).