λιπόκωπος: Difference between revisions
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῐπόκωπος:''' лишенный рукоятки, без черенка ([[φασγανίς]] Anth. - [[varia lectio|v.l.]] [[λιθόκωπος]]). | |elrutext='''λῐπόκωπος:''' [[лишенный рукоятки]], [[без черенка]] ([[φασγανίς]] Anth. - [[varia lectio|v.l.]] [[λιθόκωπος]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:43, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A without handle, φασγανίδες cj. Toup in AP6.307 (Phan.) for λιποκόπτους or λιποκόπρους.
German (Pape)
[Seite 51] ohne Griff, φασγανίδες, Phani. 6 (VI, 307), wo cod. Vat. λιπόκοπτος hat.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόκωπος: -ον, ὁ ἄνευ λαβῆς, ἀμφ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 307, ἔνθα ὁ Λοβ. (Αἴ. σ. 375, ἔκδ. β΄) λῐθόκωπος, ἔχων λιθίνην λαβήν.
Greek Monolingual
λιπόκωπος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει λαβή, ο χωρίς λαβή («λιποκώπους φασγανίδας» — μαχαιρίδια ή ξίφη χωρίς λαβή, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρό-κωπος].
Russian (Dvoretsky)
λῐπόκωπος: лишенный рукоятки, без черенка (φασγανίς Anth. - v.l. λιθόκωπος).