σκηπτροβάμων: Difference between revisions
From LSJ
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skiptrovamon | |Transliteration C=skiptrovamon | ||
|Beta Code=skhptroba/mwn | |Beta Code=skhptroba/mwn | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾱ], ον, gen. ονος, [[sitting on the sceptre]], ὁ σκηπτροβάμων [[αἰετός]], [[κύων]] Διός S.Fr.884. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:48, 12 January 2022
English (LSJ)
[ᾱ], ον, gen. ονος, sitting on the sceptre, ὁ σκηπτροβάμων αἰετός, κύων Διός S.Fr.884.
Greek Monolingual
και σκηπτοβάμων, -ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κάθεται πάνω σε σκήπτρο («ὁ σκηπτροβάμων αἰετός, κύων Διός», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆπτρον / σκῆπτον (βλ. λ. σκᾶπτον) + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων].
Russian (Dvoretsky)
σκηπτροβάμων: 2, gen. ονος Soph. v.l. = σκηπτοβάμων.