συνερτικός: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνερτικός:''' безостановочный, неумолкающий (Arph. - [[varia lectio|v.l.]] [[συνερκτικός]]). | |elrutext='''συνερτικός:''' [[безостановочный]], [[неумолкающий]] (Arph. - [[varia lectio|v.l.]] [[συνερκτικός]]). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συνερτικός -ή -όν [συνείρω] goed in het aaneenrijgen (van woorden of argumenten). | |elnltext=συνερτικός -ή -όν [συνείρω] goed in het aaneenrijgen (van woorden of argumenten). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 20 August 2022
English (LSJ)
A v. συνερκτικός.
Greek Monolingual
και συνερκτικός, -ή, -όν, Α συνείρω
(για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του.
Russian (Dvoretsky)
συνερτικός: безостановочный, неумолкающий (Arph. - v.l. συνερκτικός).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνερτικός -ή -όν [συνείρω] goed in het aaneenrijgen (van woorden of argumenten).