ὕδρευμα: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕδρευμα''': τό, [[τόπος]] πρὸς ὕδρευσιν, [[ὅθεν]] λαμβάνουσιν [[ὕδωρ]], πηγὴ ὕδατος, [[δεξαμενή]], Ἀρρ. Περίπλ. σελ. 14· μνημονεύεται ἐν Αἰγυπτ. Ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 476d. 15, κ. ἀλλ., ἴδε Franz. ad 4713c. | |lstext='''ὕδρευμα''': τό, [[τόπος]] πρὸς ὕδρευσιν, [[ὅθεν]] λαμβάνουσιν [[ὕδωρ]], πηγὴ ὕδατος, [[δεξαμενή]], Ἀρρ. Περίπλ. σελ. 14· μνημονεύεται ἐν Αἰγυπτ. Ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 476d. 15, κ. ἀλλ., ἴδε Franz. ad 4713c. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>Ort, wo [[Wasser]] [[geschöpft]] wird, [[Brunnen]]; Schol. Pind. P</i>. 4.170; <i>Geop</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:39, 24 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, watering place, well, tank, Str.16.4.14, Peripl.M. Rubr.25,26, Ostr.Bodl. iii 245 (i A. D.), Ptol.Geog.1.10.2, Thd.Je.39(46), 10, OGI701.12 (Egypt, ii A. D., pl.), etc.; irrigation system, PFlor.50.15 (ii A. D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὕδρευμα: τό, τόπος πρὸς ὕδρευσιν, ὅθεν λαμβάνουσιν ὕδωρ, πηγὴ ὕδατος, δεξαμενή, Ἀρρ. Περίπλ. σελ. 14· μνημονεύεται ἐν Αἰγυπτ. Ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 476d. 15, κ. ἀλλ., ἴδε Franz. ad 4713c.
German (Pape)
τό, Ort, wo Wasser geschöpft wird, Brunnen; Schol. Pind. P. 4.170; Geop.