ἐμμήνιος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
mNo edit summary
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμμήνιος''': -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων· [[τὰ ἐμμήνια]] , τὰ ἔμμηνα τῶν γυναικῶν, Ἱππ. 565, κτλ.
|lstext='''ἐμμήνιος''': -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων· [[τὰ ἐμμήνια]], τὰ ἔμμηνα τῶν γυναικῶν, Ἱππ. 565, κτλ.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:35, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμήνιος Medium diacritics: ἐμμήνιος Low diacritics: εμμήνιος Capitals: ΕΜΜΗΝΙΟΣ
Transliteration A: emmḗnios Transliteration B: emmēnios Transliteration C: emminios Beta Code: e)mmh/nios

English (LSJ)

ον, monthly: τὰ ἐμμήνια = the menses of women, Hp.Nat.Mul.7; ἕως ἂν ἐμμηνίῳ γυναικῶν αἵματι καὶ οὔρῳ διαλύσωσιν αὐτήν = till they set it loose with the menstrual blood of women, and with urine J.BJ 4.8.4

German (Pape)

[Seite 808] monatlich; τὰ ἐμμ., monatliche Reinigung der Frauen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμήνιος: -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων· τὰ ἐμμήνια, τὰ ἔμμηνα τῶν γυναικῶν, Ἱππ. 565, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
menstrual γυναικῶν αἷμα I.BI 4.480
medic., subst. τὰ ἐμμήνια = menstruación, menstruo ἐπὴν δὲ ἀπολήγῃ τὰ ἐμμήνια Hp.Mul.2.167, cf. 1.11, Gal.11.167, τῶν ἐμμηνίων κάθαρσις Gal.19.454, cf. Epiph.Const.Haer.21.4.1.

Greek Monolingual

ἐμμήνιος, -ον (Α)
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐμμήνια
η έμμηνος ρύση
αρχ.
αυτός που γίνεται κάθε μήνα.