εποκέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐποκέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σπρώχνω]] στην [[ξηρά]], [[ρίχνω]] έξω («ἐπώκελλον γὰρ τὰ πλοῑα τετιμημένα χρημάτων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για πλοία) [[εξοκέλλω]], [[καθίζω]] («καὶ μίαν μὲν ἐποκείλασαν κατὰ τὸ ἱερὸν τοῦ Πρωτεσιλάου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εισέρχομαι]], [[εισπλέω]] («ταύτας δὲ ἐκέλευσεν ἐν κύκλῳ περιπλεούσας τὸ τεῖχος ἐποκέλλειν... καὶ ἀνακωχεύειν», Αρρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οκέλλω]]].
|mltxt=[[ἐποκέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σπρώχνω]] στην [[ξηρά]], [[ρίχνω]] έξω («ἐπώκελλον γὰρ τὰ πλοῖα τετιμημένα χρημάτων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για πλοία) [[εξοκέλλω]], [[καθίζω]] («καὶ μίαν μὲν ἐποκείλασαν κατὰ τὸ ἱερὸν τοῦ Πρωτεσιλάου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εισέρχομαι]], [[εισπλέω]] («ταύτας δὲ ἐκέλευσεν ἐν κύκλῳ περιπλεούσας τὸ τεῖχος ἐποκέλλειν... καὶ ἀνακωχεύειν», Αρρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οκέλλω]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:27, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἐποκέλλω (Α)
1. σπρώχνω στην ξηρά, ρίχνω έξω («ἐπώκελλον γὰρ τὰ πλοῖα τετιμημένα χρημάτων», Θουκ.)
2. (αμτβ.) (για πλοία) εξοκέλλω, καθίζω («καὶ μίαν μὲν ἐποκείλασαν κατὰ τὸ ἱερὸν τοῦ Πρωτεσιλάου», Θουκ.)
3. εισέρχομαι, εισπλέω («ταύτας δὲ ἐκέλευσεν ἐν κύκλῳ περιπλεούσας τὸ τεῖχος ἐποκέλλειν... καὶ ἀνακωχεύειν», Αρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οκέλλω].