εὔσχολος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔσχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[εύκαιρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν [[είναι]] απασχολημένος ([[ιδίως]] σε πόλεμο)<br /><b>3.</b> [[ήσυχος]], [[ήρεμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει τον χρόνο να ασχοληθεί [[σοβαρά]], να αφοσιωθεί σε [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὐσχόλως]] (Μ)<br />με εύσχολο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχολή]]), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>σχολος</i>, <i>ομό</i>-<i>σχολος</i>].
|mltxt=[[εὔσχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[εύκαιρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν [[είναι]] απασχολημένος ([[ιδίως]] σε πόλεμο)<br /><b>3.</b> [[ήσυχος]], [[ήρεμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει τον χρόνο να ασχοληθεί [[σοβαρά]], να αφοσιωθεί σε [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὐσχόλως]] (Μ)<br />με εύσχολο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχολή]]), [[πρβλ]]. [[κακόσχολος]], [[ομόσχολος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔσχολος:''' незанятый, свободный Polyb.
|elrutext='''εὔσχολος:''' незанятый, свободный Polyb.
}}
}}

Revision as of 13:22, 3 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσχολος Medium diacritics: εὔσχολος Low diacritics: εύσχολος Capitals: ΕΥΣΧΟΛΟΣ
Transliteration A: eúscholos Transliteration B: euscholos Transliteration C: eyscholos Beta Code: eu)/sxolos

English (LSJ)

ον, unoccupied, esp. by war, Plb.4.32.6; leisured, leisurely, ἀναχώρησις Phld.Oec.p.64J.; εὔσχολος τὴν ψυχήν Hierocl. ap. Stob.4.22.24 (corr. Gaisf.): Comp. εὐσχολώτερος Teles p.47 H., M.Ant.4.24.

German (Pape)

[Seite 1101] müßig, ruhig, Pol. 4, 32, 6; εὐσχολώτερος καὶ ἀταρακτότερος M. Ant. 4, 24.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσχολος: -ον, ὁ σχολὴν ἄγων, ἰδίως ὁ μὴ ἀσχολούμενος εἰς πόλεμον, εὔσχολοι καὶ ἀπερίσπαστοι Λακεδαιμόνιοι γενηθέντες Πολύβ. 4. 32, 6· εὔσχολος τήν ψυχήν Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 32. - Ἐπίρρ. εὐσχόλως, Εὐστ. Θεσσαλ. ἔκδ. Μί. τ. 136, σ. 320: - Συγκρ. -ώτερος, Μ. Ἀντων. 3. 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a du loisir;
Cp. εὐσχολώτερος.
Étymologie: εὖ, σχολή.

Greek Monolingual

εὔσχολος, -ον (Α)
1. ο εύκαιρος
2. αυτός που δεν είναι απασχολημένος (ιδίως σε πόλεμο)
3. ήσυχος, ήρεμος
4. αυτός που έχει τον χρόνο να ασχοληθεί σοβαρά, να αφοσιωθεί σε κάτι.
επίρρ...
εὐσχόλως (Μ)
με εύσχολο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχολος (< σχολή), πρβλ. κακόσχολος, ομόσχολος].

Russian (Dvoretsky)

εὔσχολος: незанятый, свободный Polyb.