μυστηριώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398
m (Text replacement - "euphem." to "euphemism")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μυστηριώδης:''' тайный, таинственный (τελεταί Plut.).
|elrutext='''μυστηριώδης:''' [[тайный]], [[таинственный]] (τελεταί Plut.).
}}
}}

Revision as of 11:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστηριώδης Medium diacritics: μυστηριώδης Low diacritics: μυστηριώδης Capitals: ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: mystēriṓdēs Transliteration B: mystēriōdēs Transliteration C: mystiriodis Beta Code: musthriw/dhs

English (LSJ)

ες, A like mysteries, τελεταί Plu.2.10e, cf. 996b; διαπράττεσθαι τὰ μ. πράγματα (euphemism) Steph.in Hp.1.100 D.; of a remedy, Alex.Trall.1.15.

German (Pape)

[Seite 223] ες, mysterienartig, Plut. de esu carn. 1 E.

Greek (Liddell-Scott)

μυστηριώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς μυστήριον, μυστηριώδης, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 996Β.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de nature mystérieuse.
Étymologie: μυστήριον.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ μυστηριώδης, -ῶδες) μυστήριον
ακατανόητος, ακατάληπτος
νεοελλ.
αυτός που ενεργεί ή γίνεται με μυστικό και απόκρυφο τρόπο («μυστηριώδεις συνεννοήσεις»)
αρχ.
(για φάρμακο) αυτό του οποίου η σύσταση τηρείται μυστική.
επίρρ...
μυστηριωδώς (Α μυστηριωδῶς)
με μυστηριώδη τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

μυστηριώδης: тайный, таинственный (τελεταί Plut.).