Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμνησίκακος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que olvida las ofensas]], [[que perdona]] ἀκέραιοι ἦτε καὶ ἀμνησίκακοι εἰς [[ἀλλήλους]] 1<i>Ep.Clem</i>.2.5, ἀμνησίκακοι ... γενόμενοι κατὰ τὴν τοῦ κυρίου διδασκαλίαν Clem.Al.<i>Strom</i>.7.14.84, cf. Herm.<i>Mand</i>.8.10<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[la capacidad de perdonar]] Ph.2.75, Clem.Al.<i>Paed</i>.1.5.14.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀμνησικάκως]] = [[perdonando]], [[habiendo perdonado]] D.S.31.8, 1<i>Ep.Clem</i>.62.2, Clem.Al.<i>Strom</i>.4.22.137.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que olvida las ofensas]], [[que perdona]] ἀκέραιοι ἦτε καὶ ἀμνησίκακοι εἰς [[ἀλλήλους]] 1<i>Ep.Clem</i>.2.5, ἀμνησίκακοι ... γενόμενοι κατὰ τὴν τοῦ κυρίου διδασκαλίαν Clem.Al.<i>Strom</i>.7.14.84, cf. Herm.<i>Mand</i>.8.10<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀμνησίκακον]] = [[la capacidad de perdonar]] Ph.2.75, Clem.Al.<i>Paed</i>.1.5.14.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀμνησικάκως]] = [[perdonando]], [[habiendo perdonado]] D.S.31.8, 1<i>Ep.Clem</i>.62.2, Clem.Al.<i>Strom</i>.4.22.137.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμνησίκακος]], -ον)<br />αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη [[μνήμη]] του το [[κακό]], που δεν μισεί εκείνους που τον έβλαψαν, ο μη [[εκδικητικός]], [[ανεξίκακος]], [[αγαθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μνησίκακος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμνησικακία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμνησικακῶ</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμνησίκακος]], -ον)<br />αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη [[μνήμη]] του το [[κακό]], που δεν μισεί εκείνους που τον έβλαψαν, ο μη [[εκδικητικός]], [[ανεξίκακος]], [[αγαθός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μνησίκακος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμνησικακία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀμνησικακῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 16:20, 14 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμνησίκᾰκος Medium diacritics: ἀμνησίκακος Low diacritics: αμνησίκακος Capitals: ΑΜΝΗΣΙΚΑΚΟΣ
Transliteration A: amnēsíkakos Transliteration B: amnēsikakos Transliteration C: amnisikakos Beta Code: a)mnhsi/kakos

English (LSJ)

ον, forgiving, Nic.Dam.p.110D. Adv. ἀμνησικάκως = without rancor, without rancour D.S.31.8.

German (Pape)

[Seite 126] des erlittenen Unrechts nicht eingedenk, nicht rachsüchtig, Clem. Al.; auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμνησίκακος: -ον, ὁ μὴ μνησίκακος, ὁ μὴ φυλάττων πάθος ἐκδικήσεως, συγχωρητικός, Νικ. Δαμασκ., Ἐκκλ.: ― Ἐπίρρ. -κως, ὁ αὐτ.

Spanish (DGE)

-ον
1 que olvida las ofensas, que perdona ἀκέραιοι ἦτε καὶ ἀμνησίκακοι εἰς ἀλλήλους 1Ep.Clem.2.5, ἀμνησίκακοι ... γενόμενοι κατὰ τὴν τοῦ κυρίου διδασκαλίαν Clem.Al.Strom.7.14.84, cf. Herm.Mand.8.10
subst. τὸ ἀμνησίκακον = la capacidad de perdonar Ph.2.75, Clem.Al.Paed.1.5.14.
2 adv. ἀμνησικάκως = perdonando, habiendo perdonado D.S.31.8, 1Ep.Clem.62.2, Clem.Al.Strom.4.22.137.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμνησίκακος, -ον)
αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη μνήμη του το κακό, που δεν μισεί εκείνους που τον έβλαψαν, ο μη εκδικητικός, ανεξίκακος, αγαθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μνησίκακος.
ΠΑΡ. ἀμνησικακία
αρχ.
ἀμνησικακῶ].