ἀφηνιάζω: Difference between revisions
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)fhnia/zw | |Beta Code=a)fhnia/zw | ||
|Definition=(ἡνία) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[refuse to obey the reins]], <span class="bibl">Ph.1.85</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>25.1</span>; of persons, [[turn restive]], [[rebel]], <span class="bibl">Ph.1.125</span>, al., <span class="bibl">Str.17.3.25</span>, <span class="bibl">Hdn.1.4.5</span>: c.gen., [[rebel against]], συντάγματος <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.7.1</span>, cf. Luc.Bis Acc. 20. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Med. or Pass., <b class="b3">ἀφηνιάζετο· ἐχωρίζετο</b>, Hsch.</span> | |Definition=(ἡνία) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[refuse to obey the reins]], <span class="bibl">Ph.1.85</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>25.1</span>; of persons, [[turn restive]], [[rebel]], <span class="bibl">Ph.1.125</span>, al., <span class="bibl">Str.17.3.25</span>, <span class="bibl">Hdn.1.4.5</span>: c.gen., [[rebel against]], συντάγματος <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.7.1</span>, cf. Luc.Bis Acc. 20. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Med. or Pass., <b class="b3">ἀφηνιάζετο· ἐχωρίζετο</b>, Hsch.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[rehusar las riendas]] los caballos δαμάζειν τὸν ἵππον καὶ ἀφηνιάζοντα ἐπιστομίζειν Ph.1.85, εἰ γὰρ ἐνδοίη τις, ἀφηνιάζουσιν εὐθύς Luc.<i>DDeor</i>.24.1.<br /><b class="num">II</b> fig. de pers.<br /><b class="num">1</b> [[rebelarse]] οὐ γὰρ ἀνέξεταί σε ἀφηνιάζοντα Ph.1.125, de bárbaros ἀφηνιάζειν καὶ ἀπειθεῖν Str.17.3.25, οἱ νεώτεροι ... ἀφηνιάζοντες καὶ θρασυνόμενοι Plu.2.486f, cf. Hdn.1.4.5, τὸν ἀφηνιάσαντα πρὸς τοὺς νόμους Synes.<i>Prouid</i>.1.10, τὸν θυμὸν ... ἀφηνιάζειν καὶ ἀποχωρεῖν καὶ ἀπειθεῖν Gal.5.372.<br /><b class="num">2</b> [[separarse]], [[alejarse de]] c. gen. ἀφηνιάσαι ἡμῶν Luc.<i>Bis Acc</i>.20, ἀφηνίαζε τοῦ συντάγματος I.<i>BI</i> 4.389<br /><b class="num">•</b>c. ἀπό y gen. ἀνθρώπους [[εἴτε]] ἀπὸ τύχης [[εἴτε]] ἀπὸ γνώμης ἀφηνιάσαντας [[αὖθις]] χειροήθεις ποιῆσαι Them.<i>Or</i>.7.97a, ὅτι ἤμελλον αἱρέσεις ἀφηνιάζειν τὸν Χριστὸν ἀπὸ τοῦ πατρῴου θελήματος Epiph.Const.<i>Haer</i>.69.59<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent., Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἀφηνιάσω;<br /><i>litt.</i> résister aux rênes, être rétif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἡνία]]. | |btext=<i>f.</i> ἀφηνιάσω;<br /><i>litt.</i> résister aux rênes, être rétif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἡνία]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:05, 1 October 2022
English (LSJ)
(ἡνία) A refuse to obey the reins, Ph.1.85, Luc.DDeor.25.1; of persons, turn restive, rebel, Ph.1.125, al., Str.17.3.25, Hdn.1.4.5: c.gen., rebel against, συντάγματος J.BJ4.7.1, cf. Luc.Bis Acc. 20. II Med. or Pass., ἀφηνιάζετο· ἐχωρίζετο, Hsch.
Spanish (DGE)
I rehusar las riendas los caballos δαμάζειν τὸν ἵππον καὶ ἀφηνιάζοντα ἐπιστομίζειν Ph.1.85, εἰ γὰρ ἐνδοίη τις, ἀφηνιάζουσιν εὐθύς Luc.DDeor.24.1.
II fig. de pers.
1 rebelarse οὐ γὰρ ἀνέξεταί σε ἀφηνιάζοντα Ph.1.125, de bárbaros ἀφηνιάζειν καὶ ἀπειθεῖν Str.17.3.25, οἱ νεώτεροι ... ἀφηνιάζοντες καὶ θρασυνόμενοι Plu.2.486f, cf. Hdn.1.4.5, τὸν ἀφηνιάσαντα πρὸς τοὺς νόμους Synes.Prouid.1.10, τὸν θυμὸν ... ἀφηνιάζειν καὶ ἀποχωρεῖν καὶ ἀπειθεῖν Gal.5.372.
2 separarse, alejarse de c. gen. ἀφηνιάσαι ἡμῶν Luc.Bis Acc.20, ἀφηνίαζε τοῦ συντάγματος I.BI 4.389
•c. ἀπό y gen. ἀνθρώπους εἴτε ἀπὸ τύχης εἴτε ἀπὸ γνώμης ἀφηνιάσαντας αὖθις χειροήθεις ποιῆσαι Them.Or.7.97a, ὅτι ἤμελλον αἱρέσεις ἀφηνιάζειν τὸν Χριστὸν ἀπὸ τοῦ πατρῴου θελήματος Epiph.Const.Haer.69.59
•en v. med. mismo sent., Hsch.
German (Pape)
[Seite 409] den Zügel abstreifen, von Pferden, durchgehen, Luc. D. D. 25; übertr., ungehorsam sein, τινός Bis acc. 20; πρὸς τοὺς νόμους Synes.; ἀφηνιάσαντας χειροήθεις ποιεῖν Themist. 7, 97 a; sich empören, neben στασιάζω Herodian. 2, 4, 5; sich von etwas frei machen, μαθημάτων καλῶν 1, 3, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφηνιάζω: μέλλ. -άσω, (ἡνία) ἀποπτύω, ἀποβάλλω τὰς ἡνίας, δὲν ὑποτάσσομαι, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 25: ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐπανίσταμαι Ἡρόδ. 1. 4, 12, Φίλων 1. 85· ἀφ. τινός, ἐπανίσταμαι κατά τινος, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 20· πρός τι Συνέσ. 101Α.
French (Bailly abrégé)
f. ἀφηνιάσω;
litt. résister aux rênes, être rétif.
Étymologie: ἀπό, ἡνία.
Greek Monolingual
(AM ἀφηνιάζω) ηνία
(για τα υποζύγια, και κυρίως τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα ηνία, αρνούμαι να υπακούσω στον αναβάτη
αρχ.-μσν.
εξεγείρομαι, στασιάζω
νεοελλ.
(για ανθρώπους)
1. παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, αντιδρώ βίαια και παράλογα
2. επιδίδομαι ασύστολα σε άσεμνες πράξεις
3. γίνομαι έξω φρενών
4. (η μτχ. ως επίθ. ή ουσ.) αφηνιασμένος
αυτός που έχει χάσει τον αυτοέλεγχο, ο μανιασμένος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφηνιάζω: сбрасывать поводья, не слушаться поводьев Plut., Luc.: ἀφηνιάσαι τινός Luc. взбунтоваться против кого-л.