λιθοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lithoeidis | |Transliteration C=lithoeidis | ||
|Beta Code=liqoeidh/s | |Beta Code=liqoeidh/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[like stone]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>4.55</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>74a</span>, Gal.2.745, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 03:05, 24 August 2022
English (LSJ)
ές, like stone, Hp.Morb.4.55, Pl.Ti.74a, Gal.2.745, etc.
German (Pape)
[Seite 45] ές, steinartig; περίβολος, Plat. Tim. 74 a; Galen.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοειδής: -ές, ὅμοιος λίθῳ, Πλάτ. Τίμ. 74Α, Γαλην.
Greek Monolingual
-ές (Α λιθοειδής, -ές)
ο όμοιος με λίθο, αυτός που έχει τα γνωρίσματα του λίθου
νεοελλ.
φρ. ανατ. α) «λιθοειδές οστό» — το τμήμα του κροταφικού οστού που περιέχει το όργανο της ακοής και τον πόρο του προσωπικού νεύρου
β) «λιθοειδές νεύρο» — ένα από τα τρία νεύρα της περιοχής του κροταφικού οστού, το οποίο είναι κλάδος του καρωτιδικού συμπαθητικού νεύρου.
Russian (Dvoretsky)
λῐθοειδής: подобный камню (περίβολος Plat.).