παράθυρος: Difference between revisions
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παράθῠρος:''' ἡ боковая дверь или калитка Plut. | |elrutext='''παράθῠρος:''' ἡ [[боковая дверь или калитка]] Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:25, 23 August 2022
English (LSJ)
(sc. θύρα), ἡ, A = παραθύρα, PMich.Zen.38.11 (iii B. C.), Plu.2.617a. II (sc. λίθος), ὁ, stone forming part of a side-door, Milet.7p.56.
German (Pape)
[Seite 479] neben od. bei der Thür, Sp.; ἡ παράθυρος, die Nebenthür, Plut. Symp. 1, 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
παράθῠρος: (ἐξυπακ. θύρα), ἡ, πλαγία θύρα, παραπύλιον, Πλούτ. 2. 617Α, Κλήμ. Ἀλ. 897· -οὕτω, παραθύρα, ἡ, καὶ ὑποκορ. παραθύριον, τό, Γλωσσ.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
s.e. θύρα;
porte de côté ou porte dérobée.
Étymologie: παρά, θύρα.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θύρα
2. (το θηλ, ως ουσ.) ἡ παράθυρος
(ενν. θύρα) η πλαϊνή θύρα
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ παράθυρος
(ενν. Λίθος) λίθος που αποτελούσε μέρος της πλαϊνής πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -θυρος (< θύρα «πόρτα»].
Russian (Dvoretsky)
παράθῠρος: ἡ боковая дверь или калитка Plut.