περίδειπνον: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περίδειπνον:''' τό поминальная трапеза, тризна Dem., Men., Luc., Plut. | |elrutext='''περίδειπνον:''' τό [[поминальная трапеза]], [[тризна]] Dem., Men., Luc., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:00, 13 September 2022
English (LSJ)
τό, funeral feast, D.18.288, Aen.Tact.10.5, Men.367, Hegesipp.Com.1.11, PTeb.118.1 (ii B. C.), Phld.Acad.Ind.p.35 M., etc.; τὸ π. τοῦ βίου λαμπρὸν ποιῶ Anaxipp.1.42; Ἀρκεσιλάου π., title of work by Timo, D.L.9.115.
German (Pape)
[Seite 572] τό, Leichenschmaus; Dem. 18, 288; Plut. quaest. Rom. 95; Luc. de luct. 24.
Greek (Liddell-Scott)
περίδειπνον: τό, δεῖπνον ἐπὶ τῷ ἀποθανόντι, «μακαριά», Δημ. 321, 25, Μένανδρ. ἐν «Ὀργῇ» 3· τὸ π. τοῦ βίου λαμπρὸν ποιῶ Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 52.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
repas funéraire.
Étymologie: περί, δεῖπνον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. δείπνο που παρέθεταν στους συγγενείς και στους φίλους του νεκρού εννιά μέρες μετά την ταφή, κν. νεκρόδειπνο, μακαριά, παρηγοριά
2. φρ. «Ἀρκεσιλάου περίδειπνον» — τίτλος έργου του Τίμωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δεῖπνον (πρβλ. επί-δειπνον)].
Russian (Dvoretsky)
περίδειπνον: τό поминальная трапеза, тризна Dem., Men., Luc., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περί-δειπνον -ου, τό begrafenismaaltijd.