πλησιότης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plisiotis | |Transliteration C=plisiotis | ||
|Beta Code=plhsio/ths | |Beta Code=plhsio/ths | ||
|Definition=ητος, ἡ, [[neighbourhood]], | |Definition=-ητος, ἡ, [[neighbourhood]], A.D.''Adv.''161.23, Phlp.''in Mete.''60.9, ''EM''651.32. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:37, 25 August 2023
English (LSJ)
-ητος, ἡ, neighbourhood, A.D.Adv.161.23, Phlp.in Mete.60.9, EM651.32.
Greek (Liddell-Scott)
πλησιότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. τοῦ πλησίον, γειτονία, Α. Β. 571, Ἐτυμολ. Μέγ. 651. 32.
Greek Monolingual
-ητος, Α πλησίος
η ιδιότητα του να βρίσκεται κάτι κοντά σε κάτι ή κάποιον άλλο, η γειτονία, γειτνίαση («ἐπίρρημα σημαῑνον τὴν πλησιότητα», Απολλ. Δύσκ.).