πλείσταρχος: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πλείσταρχος -ον [πλεῖστος, ἄρχω] het meeste gezag hebbend. | |elnltext=πλείσταρχος -ον [πλεῖστος, ἄρχω] [[het meeste gezag hebbend]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:49, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, holding widest sway, Ἑλλάνων γέρας B.3.12.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που εξουσιάζει πολλούς ανθρώπους ή πολλές χώρες
2. ως κύριο όν. Πλείσταρχος
βασιλιάς της Σπάρτης από το γένος τών Αγιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ-αρχος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλείσταρχος -ον [πλεῖστος, ἄρχω] het meeste gezag hebbend.