πολύσημος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύσημος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές σημασίες, [[πολυσήμαντος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυσήμως</i> Α<br />με πολύσημο τρόπο, με πολλές σημασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>επί</i>-<i>σημος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύσημος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές σημασίες, [[πολυσήμαντος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυσήμως</i> Α<br />με πολύσημο τρόπο, με πολλές σημασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), [[πρβλ]]. [[επίσημος]]].
}}
}}

Revision as of 11:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσημος Medium diacritics: πολύσημος Low diacritics: πολύσημος Capitals: ΠΟΛΥΣΗΜΟΣ
Transliteration A: polýsēmos Transliteration B: polysēmos Transliteration C: polysimos Beta Code: polu/shmos

English (LSJ)

ον, = πολυσήμαντος, Democr.26, Nicostr. ap. Simp.in Cat.368.15,etc.

German (Pape)

[Seite 673] = πολυσήμαντος, Gramm., wie Schol. Ar. Lys. 337.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσημος: -ον, = πολυσήμαντος· ― Ἐπίρρ. πολυσήμως, Κλημέντια 25Β, Βασίλ. 3, 173C.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύσημος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές σημασίες, πολυσήμαντος.
επίρρ...
πολυσήμως Α
με πολύσημο τρόπο, με πολλές σημασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. επίσημος].