προικίζω: Difference between revisions
Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0725.png Seite 725]] ausstatten, D. Sic. 16, 56. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0725.png Seite 725]] ausstatten, D. Sic. 16, 56. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προικίζω:''' [[снабжать приданым]] (τινά Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[προίξ]], -<i>κός</i>]<br />[[δίνω]] [[προίκα]], [[προικοδοτώ]] («παρθένους προικίσας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρίζω]], [[δωρίζω]] («η [[φύση]] τον προίκισε με [[πολλά]] χαρίσματα»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[προικισμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) (για [[γυναίκα]]) αυτή που έχει πάρει [[προίκα]]<br />β) (γενικά για πρόσ.) αυτός που έχει [[πολλά]] [[φυσικά]] χαρίσματα<br /><b>αρχ.</b><br />(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) <i>Προικιζομένη</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Απολλοδώρου του Καρυστίου. | |mltxt=ΝΜΑ [[προίξ]], -<i>κός</i>]<br />[[δίνω]] [[προίκα]], [[προικοδοτώ]] («παρθένους προικίσας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρίζω]], [[δωρίζω]] («η [[φύση]] τον προίκισε με [[πολλά]] χαρίσματα»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[προικισμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) (για [[γυναίκα]]) αυτή που έχει πάρει [[προίκα]]<br />β) (γενικά για πρόσ.) αυτός που έχει [[πολλά]] [[φυσικά]] χαρίσματα<br /><b>αρχ.</b><br />(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) <i>Προικιζομένη</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Απολλοδώρου του Καρυστίου. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 3 October 2022
English (LSJ)
portion, give a dowry to, τινα D.S.16.55, Ph.2.311, etc.:—Προικιζομένη, name of a comedy by Apollod.Car.
German (Pape)
[Seite 725] ausstatten, D. Sic. 16, 56.
Russian (Dvoretsky)
προικίζω: снабжать приданым (τινά Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
προικίζω: (προὶξ) ὡς καὶ νῦν, παρθένους προικίσας Διόδ. 16, 55· τὰς παρθένους δημοσίᾳ προικίζεσθαι 20, 85· προικιζέτω τὴν παῖδ’ ὁ φθορεὺς Φίλων τ. 2, σ. 311, 22. ― Προικιζομένη, ὄνομα κωμῳδίας Ἀπολλοδ. τοῦ Καρυστ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ προίξ, -κός]
δίνω προίκα, προικοδοτώ («παρθένους προικίσας», Διόδ.)
νεοελλ.
1. χαρίζω, δωρίζω («η φύση τον προίκισε με πολλά χαρίσματα»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) προικισμένος, -η, -ο
α) (για γυναίκα) αυτή που έχει πάρει προίκα
β) (γενικά για πρόσ.) αυτός που έχει πολλά φυσικά χαρίσματα
αρχ.
(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) Προικιζομένη
τίτλος κωμωδίας του Απολλοδώρου του Καρυστίου.