προικῷος: Difference between revisions

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[προικῷος]], -ῴα, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προίκα]] ή αυτός που προέρχεται από [[προικοδότηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «προικώο [[σύμφωνο]]» — το [[προικοσύμφωνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προίξ]], -<i>κός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῷος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πατρ</i>-<i>ῷος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / [[προικῷος]], -ῴα, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προίκα]] ή αυτός που προέρχεται από [[προικοδότηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «προικώο [[σύμφωνο]]» — το [[προικοσύμφωνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προίξ]], -<i>κός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῷος</i> ([[πρβλ]]. [[πατρῷος]])].
}}
}}

Revision as of 16:10, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προικῷος Medium diacritics: προικῷος Low diacritics: προικώος Capitals: ΠΡΟΙΚΩΟΣ
Transliteration A: proikō̂ios Transliteration B: proikōos Transliteration C: proikoos Beta Code: proikw=|os

English (LSJ)

α, ον, = προικιμαῖος 2, EM582.29, Gloss.

German (Pape)

[Seite 725] = προικιμαῖος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προικῷος: -α, -ον, = προίκειος, παρὰ Φαβρικ. ἐν Ἑλλ. Βιβλ. 12. 534, Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.

Greek Monolingual

-α, -ο / προικῷος, -ῴα, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προίκα ή αυτός που προέρχεται από προικοδότηση
νεοελλ.
φρ. «προικώο σύμφωνο» — το προικοσύμφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + κατάλ. -ῷος (πρβλ. πατρῷος)].