πυρίβρωτος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που κατασπαράζεται ή κατασπαράχθηκε από τη [[φωτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>βρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>θηρό</i>-<i>βρωτος</i>, <i>σκωληκό</i>-<i>βρωτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που κατασπαράζεται ή κατασπαράχθηκε από τη [[φωτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>βρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]»), [[πρβλ]]. [[θηρόβρωτος]], [[σκωληκόβρωτος]]].
}}
}}

Revision as of 16:55, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρῐβρωτος Medium diacritics: πυρίβρωτος Low diacritics: πυρίβρωτος Capitals: ΠΥΡΙΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: pyríbrōtos Transliteration B: pyribrōtos Transliteration C: pyrivrotos Beta Code: puri/brwtos

English (LSJ)

ον, (βιβρώσκω) devoured by fire, Str.17.1.27.

German (Pape)

[Seite 822] vom Feuer verzehrt, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίβρωτος: -ον, (βιβρώσκω) ὑπὸ πυρὸς καταβρωθείς, Στράβ. 805.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κατασπαράζεται ή κατασπαράχθηκε από τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. θηρόβρωτος, σκωληκόβρωτος].